Σκεπτικός γύρισα σπίτι σήμερα…


Σκεπτικός γύρισα σπίτι σήμερα. Έφυγα από την εργασία μου στο Χολαργό με το ποδήλατο και πέρασα από το Σύνταγμα, την Ομόνοια, μέχρι να φτάσω στην οδό Αθηνάς που είχα να ψωνίσω κάτι.

Παντού σκιές: Σκιές ανθρώπων, γιατί σίγουρα αυτοί που έβλεπα μπροστά μου, σε τίποτα δεν μου θύμιζαν του κατοίκους  της Αθήνας που μέχρι σήμερα είχα συνηθίσει: φωνακλάδες, βιαστικούς, με χαμόγελο, τα ζευγάρια να περπατάνε πιασμένα χέρι – χέρι. Τίποτα από όλα αυτά δεν συνάντησα σήμερα. Μέχρι και οι τουρίστες ήταν σκυθρωποί και μίζεροι.

Καταλαβαίνω, ούτε τυφλός ούτε κουφός είμαι: Ξέρω ότι οι μέρες είναι κρίσιμες, ο κόσμος φοβάται. Το βλέπω στα μάτια του: Είναι σκοτεινά και έχουν χάσει τη σπιρτάδα τους. Και το κυριότερο; Έχουν χάσει τη λάμψη που τους προσέδιδε η ελπίδα.

Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω τι μέλλει γενέσθαι για την Ελλάδα. Και πιστεύω πως κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά και επιχειρήματα τι είναι σωστό και τι λάθος. Ποιος μπορεί να προβλέψει το μέλλον μετά την Κυριακή?  Για μένα από δω και πέρα, είναι όλα μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία: μια πρόβλεψη που άμεσα ή έμμεσα προκαλεί η ίδια την πραγμάτωσή της, λόγω θετικής ανάδρασης μεταξύ πεποίθησης και συμπεριφοράς.

Καταλαβαίνω, ο κόσμος φοβάται το άγνωστο, αυτό που δεν έχει συμβεί, το αβέβαιο. Γέροι, μεσήλικες, νέοι, μητέρες, όλοι φοβούνται. Τι φοβάστε? Πείτε μου?

Εσύ παππού που πέρασες κατοχή, που πολέμησες χρόνια, φοβάσαι? Που ξημερωβραδιαζόσουν στις στάνες και περπάταγες το νησί από άκρη σε άκρη για να μεταφέρεις το γάλα στην οικογένεια σου? Που σκάλιζες στρέμματα ολόκληρα με την τσάπα μέχρι να δύσει ο ήλιος, έχοντας πλάι σου την κυρά σου με το μωρό δεμένο στην πλάτη της να σκάβει, τι φοβάσαι? Πες μου.

Εσύ πατέρα πες μου, τόσα σπίτια έχτισες με τα γυμνά σου χέρια. Έπιανες πέτρα και την έστυβες ώσπου να βγάλει νερό. Που δούλευες ολημερίς, πολλές φορές για ένα πιάτο φαί και που πολλάκις το έδινες στα παιδιά σου. Τι φοβάσαι? Τι?

Μάνα? Τρία παιδιά μεγάλωσες που σε παίδευαν όσο ένας λόχος αντρών. Τι φοβάσαι? Όλα τα στερήθηκες για χάρη τους.

Και σεις αδέρφια μου, φοβάστε? Τι? Δυο χέρια και δυο πόδια έχουμε, θα χτίσουμε την Ελλάδα από την αρχή. Γερές οι πλάτες μας, τα μπράτσα μας στιβαρά. Εδώ θα μείνουμε θα κρατήσουμε τη γραμμή που μας έχει οριστεί από τη μοίρα μας. Εδώ, αυτή την ύστατη στιγμή που η ιστορία μας καλεί, θα πάρουμε τη θέση μας μπροστά στη φάλαγγα και θα αντιμετωπίσουμε αγέρωχοι το μέλλον. Όποιο και αν είναι αυτό.

Λίγοι το ξέρουν, αλλά όταν επέλεξα το επάγγελμα αυτό που κάνω σήμερα, δεν περίμενα ότι θα ζήσω τόσο πολύ. Για το λόγο αυτό επέλεξα να ζω κάθε μέρα σα να είναι η τελευταία μου. Όταν βλέπεις το κενό από τα 1200 πόδια όπως κάνω εγώ,  μαθαίνεις να ζεις την κάθε μέρα, σα να είναι η τελευταία: μαθαίνεις να λες ποιο συχνά σε αγαπώ, να επιζητάς την αγκαλιά των δικών σου ανθρώπων. Μαθαίνεις πριν φύγεις για τη συνηθισμένη σου δουλειά, να φιλάς τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου και να τους λες ότι τους αγαπάς. Τέλος, μαθαίνεις να μην κρατάς κακία σε κανέναν που είναι σημαντικός για σένα.

Φοβάμαι και γω, το ομολογώ. Δεν είμαι ψυχρός σας ατσάλι. Δεν το δείχνω όμως σε κανέναν. Έχω μάθει να ελέγχω το φόβο μου. Ο φόβος έχει νόημα, μέχρι το σημείο που ξεκινά το αναπόφευκτο, από κει και πέρα χάνει τη σημασία του. Εξάλλου αυτή τη δύσκολη στιγμή, υπάρχει τόσος κόσμος που με έχει ανάγκη, όπως και εσάς άλλωστε. Για αυτό παραμένω βράχος ακλόνητος και στήριγμα για τον καθέναν. Έτσι πρέπει να κάνουμε όλοι μας: παππού, πατέρα, μάνα, αδέρφια μου, όλοι σε εμάς στηρίζονται και αντίστοιχα εμείς σε εκείνους. Δεν μπορούμε να τους απογοητεύσουμε, έτσι δεν είναι?

Για αυτό λοιπόν το κεφάλι ψηλά: Δεν είμαστε σκλάβοι. Ο Έλληνας σκύβει το κεφάλι μόνο απέναντι στο Θεό.


 118700g-kazantz

 

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.